- συνικνούμαι
- -έομαι, Α1. φθάνω, εκτείνομαι («ὥστε τὸ οὐράνιον ὕδωρ συνικνεῑσθαι πρὸς τὸ ἐν αὐτῇ», Θεόφρ.)2. παρουσιάζω ενδιαφέρον («τῶν συμβαινόντων τῶν μὲν μᾱλλον συνικνουμένων τῶν δὲ ἧττον», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἱκνοῦμαι «έρχομαι, φτάνω»].
Dictionary of Greek. 2013.